μυδαίνω

μυδαίνω
μυδαίνω (Α)
1. υγραίνω, μουσκεύω
2. (κατά τον Ησύχ.) «σήπω».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μυδ- τού μυδῶ* «είμαι μούσκεμα» με μεταβατική σημ. κατά τα ρ. σε -αίνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διαμυδαίνω — (Α) [μυδαίνω] διαμυδώ …   Dictionary of Greek

  • μυδώ — μυδῶ, άω (Α) 1. είμαι μούσκεμα, στάζω από την υγρασία («ούδ ἀνίεσαν φόνου μυδώσας σταγόνας», Σοφ.) 2. (για πτώματα) είμαι υγρός λόγω αποσυνθέσεως, λειώνω σαπίζοντας («μυδῶν τε σῶμα γυμνώσαντες εὖ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει τη μηδενισμένη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”